Αυτοπροσδιορίζονται ως αγανακτισμένοι. Και βγαίνουν στους δρόμους και διαδηλώνουν αγανακτισμένα. Και φωνάζουν αγανακτισμένα.
Για το κακό που έκαναν οι πρόσφυγες στη ζωή τους, που χάλασε η βολή τους κι η ηρεμία τους.
Και βγαίνουν και στα κανάλια και μιλούν για την αλλοίωση του πολιτισμού τους και λένε κι άλλα λένε πως οι πρόσφυγες μπαίνουν σε αυλές σπιτιών και τρομοκρατούν γυναίκες.
Κι εκείνες κλαίνε μέσα στα σπίτια.
Και λένε, αγανακτισμένα, λένε, πως το νησί τους καταστράφηκε. Επειδή ήρθαν οι “λαθραίοι”. Οι “λαθραίοι” της ζωής και του πολέμου.
Και σκέφτομαι ποιος αγανακτεί, όσο “δίκιο” κι αν μπορεί έστω να έχει για μια αλλαγή στη ζωή του, με κυνηγημένους λαούς, με εκείνους που ξεφεύγουν απ’ τον πόλεμο και τη βία;
Ποιος μπορεί να αγανακτεί με εν δυνάμει πνιγμένα παιδιά; Με εκείνους που γλίτωσαν από ένα ναυάγιο;
Ποιος μπορεί να αγανακτεί με τον πεινασμένο, τον φτωχό, τον άστεγο, τον ξεριζωμένο, τον ξυπόλητο; Με κείνον που τον ρώτησε ψυχολόγος “Ποιος είσαι;” και δεν απάντησε μόνο έβγαλε και της έδειξε ένα κιλό χαρτιά;
Πως είναι μόνο ένα όνομα, ένα χαρτί, μια αίτηση ασύλου;
Ποιος μπορεί να αγανακτεί με παιδιά που παραιτούνται από τη ζωή;
Κανένας.
Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αγανακτεί με τον αδικημένο.
Ποιος μπορεί να αγανακτεί με κείνον που δεν είναι ο γιος σου, όπως λέει το ποίημα του S. Guttilla, αλλά είναι. Ποιος μπορεί να αγανακτεί με εκείνον που “Είναι απλά το παιδί της χαμένης ανθρωπότητας της βρόμικης ανθρωπότητας, που δεν κάνει θόρυβο.”;
Κανένας.
Δεν είναι αγανακτισμένοι. Κανείς δεν αγανακτεί με τον πονεμένο, με τον έρημο τον άνθρωπο που νησί δεν είναι μα ναυάγιο.
Όχι, δεν είναι αγανακτισμένοι. Φασίστες είναι.
Κι αν ήταν οι γιοι μου, αν αυτοί ήταν οι γιοι μου κι αγανακτούσαν, μάνα δεν θα είχαν. Θα ήμουν απλά μια γυναίκα που μια μέρα τους γέννησε γιατί οι γιοι μου είναι οι εν δυνάμει πνιγμένοι, είναι της γης οι κολασμένοι.
Τα μαύρα πούλια που “Όλο ταξιδεύουν… γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.”
Leave a Reply